τσιτώνομαι

τσιτώνομαι
τσιτώνομαι, τσιτώθηκα, τσιτωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τανύζω — τάνυσα 1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω. 2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι. 3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”